εθνοπρεπής

εθνοπρεπής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που πρέπει (αρμόζει) στο έθνος, ο σύμφωνος με την ιστορία και τις παραδόσεις του: Εθνοπρεπής αγωγή των νέων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εθνοπρεπής — ές αυτός που ταιριάζει στο έθνος ή είναι σύμφωνος με την ιστορία και τις παραδόσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + πρεπής < πρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”